καλαμοπόδαρος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει πόδια λεπτά σαν καλάμια, ο λεπτός και ισχνός
2. το ουδ. ως ουσ. το καλαμοπόδαρο
κνήμη λεπτή και ισχνή σαν καλάμι.