καλλιτεχνώ
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
(Μ καλλιτεχνῶ, -έω) καλλιτέχνης
επεξεργάζομαι κάτι με επιμέλεια και καλαισθησία
νεοελλ.
ασκώ μια από τις καλές τέχνες.