καλλιτεχνώ

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

(Μ καλλιτεχνῶ, -έω) καλλιτέχνης
επεξεργάζομαι κάτι με επιμέλεια και καλαισθησία
νεοελλ.
ασκώ μια από τις καλές τέχνες.