καλλιότερος

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καλλιότερος, -α, -ον)
1. καλύτερος
2. ωραιότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτικός βαθμός του κάλλιος].