εύσαρκος

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσαρκος, -ον)
νεοελλ.
πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός
μσν.
συμμετρικός στο σώμα
μσν.-αρχ.
αυτός του οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση
αρχ.
(για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σαρκος (< σαρξ), πρβλ. λιπόσαρκος, παχύσαρκος].