καλοκυβερνώ

Greek Monolingual

(Μ καλοκυβερνῶ)
νεοελλ.
παθ. καλοκυβερνοῦμαι και καλοκυβερνιέμαι
διοικούμαι καλά, ευνομούμαι
μσν.
προστατεύω κάποιον, τον ενισχύω οικονομικά.