Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
η και καλυκοτόμος, ο
βοτ. φυτό της οικογένειας ψυχανθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. calycotome < calyco- (< κάλυκας) + -tome (< τομή)].