ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
καλωβατῶ, -έω (Α)βαδίζω πάνω σε σχοινί, σχοινοβατώ, είμαι σχοινοβάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + -βατῶ (< -βάτης ή -βατος < βαίνω), πρβλ. αεροβατώ, ουρανοβατώ].