καλωβατώ

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

καλωβατῶ, -έω (Α)
βαδίζω πάνω σε σχοινί, σχοινοβατώ, είμαι σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, «χοντρό σχοινί» + -βατῶ (< -βάτης ή -βατος < βαίνω), πρβλ. αεροβατώ, ουρανοβατώ].