καμαροφρύδης
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
Greek Monolingual
ο, θηλ. καμαροφρύδα και καμαροφρυδούσα (Μ καμαροφρύδης) καμαροφρύδι
αυτός που έχει καμαρωτά, τοξωτά φρύδια.