καμηλάνθραξ: -ακος, ὁ, (κάμηλος, ἄνθραξ) = μελικηρίς, πάθος τι, Λέων Ἰατρ. 211.
καμηλάνθραξ, -ακος, ὁ (Α)είδος νόσου, αλλ. μεληκρίς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + ἄνθραξ.