καμηλάνθραξ

Greek (Liddell-Scott)

καμηλάνθραξ: -ακος, ὁ, (κάμηλος, ἄνθραξ) = μελικηρίς, πάθος τι, Λέων Ἰατρ. 211.

Greek Monolingual

καμηλάνθραξ, -ακος, ὁ (Α)
είδος νόσου, αλλ. μεληκρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + ἄνθραξ.