καμηλών

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, stable for camels, POxy.507.26 (ii A.D.), BGU393.15, etc.

Greek (Liddell-Scott)

καμηλών: -ῶνος, ὁ, στάβλος καμήλων Πάπυρ. Βερολ. 339, 15 κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

καμηλών, -ῶνος, ὁ (Α)
πάπ. στάβλος για καμήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ων, δηλωτικό τόπου (πρβλ. αμπελών, ελαιών)].