καμπαναριό

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514

Greek Monolingual

και καμπαναρειό, το (Μ καμπαναρίο[ν] και καμπαναρειό[ν] και καμπανάριον) το
κωδωνοστάσιο ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. μσν. καμπαναρ(ε)ῖον ή καμπανάριον < λατ. campanarium].