καμπουριαστός

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό καμπουριάζω
αυτός που περπατά σκυφτός, καμπουριασμένος.
επίρρ...
καμπουριαστά
με καμπουριαστό τρόπο, σκυφτά, κυρτωμένα, λυγισμένα.