καμπουριαστός
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Greek Monolingual
-ή, -ό καμπουριάζω
αυτός που περπατά σκυφτός, καμπουριασμένος.
επίρρ...
καμπουριαστά
με καμπουριαστό τρόπο, σκυφτά, κυρτωμένα, λυγισμένα.
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
-ή, -ό καμπουριάζω
αυτός που περπατά σκυφτός, καμπουριασμένος.
επίρρ...
καμπουριαστά
με καμπουριαστό τρόπο, σκυφτά, κυρτωμένα, λυγισμένα.