καμπτρίον

Greek Monolingual

καμπτρίον, τὸ (AM)
(υποκορ. του κάμπτρα) κιβώτιο, μικρή θήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + υποκορ. κατάλ. -ίον, πρβλ. παιδίον, τρυβλίον].

German (Pape)

1κάμψα.
2 vielleicht dim. zu κάμπτρα, Geop.