κάμπτρα

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμπτρα Medium diacritics: κάμπτρα Low diacritics: κάμπτρα Capitals: ΚΑΜΠΤΡΑ
Transliteration A: kámptra Transliteration B: kamptra Transliteration C: kamptra Beta Code: ka/mptra

English (LSJ)

ἡ, case, chest (cf. κάμψα), IG5(-1). 1390.11 (Andania, i B.C.), BGU781.12(i A.D.), Glossaria:—Dim. καμπτρίον, τό, Gp.10.21.10, Glossaria; cf. καπτρίον.

German (Pape)

[Seite 1318] ἡ, = κάμψα, Sp.; auch καμπτρίον, vielleicht dim. dazu, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

κάμπτρα: ἡ, ἴδε ἐν λ. κάμψα· ― καμπτρο-ποιός, ὁ, ὁ κατασκευαστὴς καλαθίων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κάμπτρα, ἡ (Α)
επιγρ. κάμψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κάμψα, πιθ. κατά παρετυμολογική σύνδεση με λ. όπως κάμπτω, κάμπτρον, καμπτήρ κ.λπ.].