κάμπτρα
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
ἡ, case, chest (cf. κάμψα), IG5(-1). 1390.11 (Andania, i B.C.), BGU781.12(i A.D.), Glossaria:—Dim. καμπτρίον, τό, Gp.10.21.10, Glossaria; cf. καπτρίον.
German (Pape)
[Seite 1318] ἡ, = κάμψα, Sp.; auch καμπτρίον, vielleicht dim. dazu, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
κάμπτρα: ἡ, ἴδε ἐν λ. κάμψα· ― καμπτρο-ποιός, ὁ, ὁ κατασκευαστὴς καλαθίων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κάμπτρα, ἡ (Α)
επιγρ. κάμψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κάμψα, πιθ. κατά παρετυμολογική σύνδεση με λ. όπως κάμπτω, κάμπτρον, καμπτήρ κ.λπ.].