καπνεργάτης
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Greek Monolingual
ο, θηλ. καπνεργάτις και καπνεργάτρια και καπνεργάτισσα
αυτός που εργάζεται στα καπνά, ο ειδικός στην κατεργασία τών καπνών.