καπνοφυτεία
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
ἡ
φυτεία καπνού, έκταση φυτεμένη με καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + φυτεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Παναγ. Γ. Γεννάδιο].