ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
καπρῶ, -άω (Α) κάπρος1. (για θηλυκό γουρούνι) έχω ορμή για οχεία2. είμαι ασελγής, έκφυλος («καπρῶσα γραῡς», Αριστοφ.).