καπρώ

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

καπρῶ, -άω (Α) κάπρος
1. (για θηλυκό γουρούνι) έχω ορμή για οχεία
2. είμαι ασελγής, έκφυλος («καπρῶσα γραῡς», Αριστοφ.).