καραγάτσι

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source

Greek Monolingual

και καρακάτσι, το
το δέντρο φτελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kara-agac «μαύρο δέντρο»].