φτελιά

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

η, και φτελιάς και φτελιός, ο, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του γένους ούλμος, που ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ουλμίδες της τάξης ουρτικώδη και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τρία, τα κοινώς γνωστά ως καραγάτσι, βουνοφτελιά και δασοφτελιά ή τσικνιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτελέα, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- στο αντίστοιχο διαρκές -φ- (πρβλ. φτερό: πτερόν) και συνίζηση (πρβλ. συκιά: συκέα)].