καρβουνιάζω
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
κάρβουνο
1. μεταβάλλω κάτι σε κάρβουνο, απανθρακώνω
2. παρασκευάζω κάρβουνα
3. (αμτβ.) γίνομαι κάρβουνο.