Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
και καργέρι, το
ναυτ. το σχοινί που χαλαρώνει τα ιστία και τα προΐστια τών ιστιοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. καργέρα, με μεταβολή γένους].