καρκινικός

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

Greek Monolingual

-ή, -ο
1. ιατρ. αυτός που ανήκει στον καρκίνο ή σχετίζεται με τον καρκίνο («καρκινικά κύτταρα»)
2. φρ. φιλολ. «καρκινικός στίχος» — στίχος ο οποίος μπορεί να διαβαστεί είτε κανονικά είτε από το τέλος προς την αρχή διατηρώντας το ίδιο νόημα.