Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καρκινοποίηση
Greek Monolingual
η ιατρ. η μετατροπή σε καρκίνο, η μετατροπή ή εξαλλαγή μιας προϋπάρχουσας καλοήθους βλάβης σε καρκίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. του γαλλ. cancerisation].