εξαλλαγή

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

η (AM ἐξαλλαγή) εξαλάσσω
πλήρης μεταβολή, αλλοίωση
νεοελλ.
η μετατροπή έλκους, καλοήθους όγκου κ.λπ. σε καρκίνο
αρχ.
1. μετάπτωση
«ἐξαλλαγή εἰς ἕτερον γένος»
2. ποικιλία
3. εναλλαγή («ἐξαλλαγὴ ποικίλων μαθημάτων», Ιάμβλ.).