καρκινοσάρκωμα

Greek Monolingual

το
ιατρ. όγκος με ιστολογικούς χαρακτήρες που θυμίζουν το καρκίνωμα, καθώς και το σάρκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. carcinosarcoma < carcino- (πρβλ. καρκίνος) + sarcoma (πρβλ. σάρκωμα)].