καρλίνο

From LSJ

Greek Monolingual

το
1. χρυσό ή αργυρό νόμισμα του βασιλείου της ιταλ. Νεάπολης
2. ναυτ. χονδρό σχοινί ή δίπλοκο, πάχους 10-20 εκατοστομέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carlino].