καρφίον
English (LSJ)
τό, Dim. of κάρφος, Dsc.4.102, Ruf. ap. Orib.8.47.20.
2 in plural, suckers of a polypus, Sch.Opp.H.2.312.
German (Pape)
[Seite 1332] τό, dim. von κάρφος, kleiner Zweig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καρφίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάρφος, Γαλην. τ. 14, σ. 562, 19.