καστέλο

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source

Greek Monolingual

το (Μ καστέλλο)
κάστρο, οχυρός τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. castello (< λατ. castellum «κάστρο»)].