καστανοπώλης

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που πουλάει κάστανα βραστά ή ψητά, ο καστανάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].