καστανοχώρι
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
Greek Monolingual
το
συν. στον πληθ. τα καστανοχώρια
χωριά στην περιοχή τών οποίων υπάρχουν φυτείες με καστανιές.