κατάβαθα

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. εντελώς στο βάθος, πάρα πολύ βαθιά
2. (το ουδ. πληθ. με άρθρο ως ουσ.) τα κατάβαθα
τα έγκατα, τα βάθη, τα μύχια, (α. «στα κατάβαθα της γης» β. «μέ συγκίνησε ώς τα κατάβαθα της ψυχής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βαθα (< βαθύς), πρβλ. εσώβαθα, τρίσβαθα].