κατέστην

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monotonic

κατέστην: αόρ. βʹ του καθίστημι· -κατέστησα, αόρ. αʹ.