φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
καταβεβαιοῦμαι, -όομαι (Α)διαβεβαιώνω έντονα, με ισχυρά επιχειρήματα.