καταβεβαιούμαι

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

καταβεβαιοῦμαι, -όομαι (Α)
διαβεβαιώνω έντονα, με ισχυρά επιχειρήματα.