καταβεβαιούμαι

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

καταβεβαιοῦμαι, -όομαι (Α)
διαβεβαιώνω έντονα, με ισχυρά επιχειρήματα.