διαβεβαιώνω

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.

Greek Monolingual

(AM διαβεβαιῶ)
1. βεβαιώνω ρητά, επιβεβαιώνω κάτι
2. βεβαιώνω κάτι με πειστικότητα
3. υπόσχομαι με βεβαιότητα
αρχ.
(συνήθ. το μέσ. ως αποθ.) διαβεβαιοῦμαι
βεβαιώνω με επιμονή, υποστηρίζω κάτι ως βέβαιο και αναμφισβήτητο.