διαβεβαιώνω
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
Greek Monolingual
(AM διαβεβαιῶ)
1. βεβαιώνω ρητά, επιβεβαιώνω κάτι
2. βεβαιώνω κάτι με πειστικότητα
3. υπόσχομαι με βεβαιότητα
αρχ.
(συνήθ. το μέσ. ως αποθ.) διαβεβαιοῦμαι
βεβαιώνω με επιμονή, υποστηρίζω κάτι ως βέβαιο και αναμφισβήτητο.