καταδεχτικός
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
-ή, -ό, (AM καταδεκτικός, -ή, -όν)
βλ. καταδεκτικός.