καταδεκτικός
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
καταδεκτική, καταδεκτικόν, receptive, Simp.in Cat.247.34.
German (Pape)
[Seite 1345] ή, όν, aufnehmend, Macrob. Saturn. 7, 4.
Greek Monolingual
και καταδεχτικός, -ή, -ό (AM καταδεκτικός, -ή, -όν) καταδέχομαι
νεοελλ.-μσν.
αυτός που καταδέχεται, αυτός που φέρεται με συγκαταβατικότητα και μετριοφροσύνη
αρχ.
ο δεκτικός.