κατακαύσω

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

French (Bailly abrégé)

fut. de κατακαίω.

Russian (Dvoretsky)

κατακαύσω: fut. к κατακαίω.