κατακαύσω

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

French (Bailly abrégé)

fut. de κατακαίω.

Russian (Dvoretsky)

κατακαύσω: fut. к κατακαίω.