κατακεκαυμενίτης
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
κατακεκαυμενίτης, ὁ (Α) Κατακεκαυμένη
φρ. «κατακεκαυμενίτης οἶνος» — κρασί της Κατακεκαυμένης.