κατακτητής

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382

Greek Monolingual

ο, θηλ. κατακτήτρια
1. αυτός που κατακτά, αυτός που κάνει κάτι δικό του με τη βία («οι κατακτητές λυμαίνονται τη χώρα»)
2. αυτός που έχει ερωτικές επιτυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλαο Σπηλιάδη].