μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
ο, θηλ. κατακτήτρια
1. αυτός που κατακτά, αυτός που κάνει κάτι δικό του με τη βία («οι κατακτητές λυμαίνονται τη χώρα»)
2. αυτός που έχει ερωτικές επιτυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλαο Σπηλιάδη].