καταλειόω

German (Pape)

[Seite 1359] glätten, so stand Poll. 1, 280, wo Bekker aus Xen. de re equ. 10, 7 κατειλοῦντα herstellt.

Greek (Liddell-Scott)

καταλειόω: κάμνω τι ἐντελῶς λεῖον, οὕτω διωρθώθη τὸ κατειλοῦντα, Πολυδ. Α΄, 207.

Russian (Dvoretsky)

καταλειόω: делать гладким, выглаживать (τὸν χαλινόν Xen. - v. l. κατειλέω).