καταλεπτώς

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

[[[καταλεπτός]])
επίρρ. λεπτομερώς, με ακρίβεια («του τά είπε καταλεπτώς»).