καταλεπτώς

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

[[[καταλεπτός]])
επίρρ. λεπτομερώς, με ακρίβεια («του τά είπε καταλεπτώς»).