καταλυτής
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
German (Pape)
[Seite 1362] ὁ, der Auflöser, Zerstörer, Sp.
Greek Monolingual
ο θηλ. καταλύτρα (Μ καταλυτής) καταλύω
αυτός που καταλύει, που καταστρέφει
νεοελλ.
καταλύτης.