καταμήδομαι
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Russian (Dvoretsky)
καταμήδομαι: (aor. κατεμησάμην) задумывать, решать Euphorion ap. Plut.
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
καταμήδομαι: (aor. κατεμησάμην) задумывать, решать Euphorion ap. Plut.