καταμειδιώ

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

Greek Monolingual

καταμειδιῶ, -άω (Α)
μειδιώ εις βάρος κάποιου, καταφρονώ κάποιον.