καταπληγώνω

Greek Monolingual

καταπληγώνω)
(επιτ. τ. του πληγώνω)
1. (κυριολ. και μτφ.) προξενώ σε κάποιον πολλές πληγές, κατατραυματίζω κάποιον, τον γεμίζω πληγές
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπληγωμένος, -η, -ο(ν)
γεμάτος από πληγές, κατατραυματισμένος.