καταποθῆναι

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Russian (Dvoretsky)

καταποθῆναι: inf. aor. pass. к καταπίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταποθῆναι inf. aor. pass. van καταπίνω.