καταποθῆναι

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Russian (Dvoretsky)

καταποθῆναι: inf. aor. pass. к καταπίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταποθῆναι inf. aor. pass. van καταπίνω.