καταπολεμώ
Greek Monolingual
(AM καταπολεμώ, -έω)
1. κατανικώ
2. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου
νεοελλ.
μτφ.
1. αγωνίζομαι να καταστείλω ή να εξαλείψω κάτι («δεν μπορούν να καταπολεμήσουν την ακρίδα»)
2. αντιπράττω, αντιπολιτεύομαι («αν και ήμουν φίλος σου εσύ μέ καταπολεμάς»).