καταπορεύομαι
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
A come back from banishment, Plb.4.17.8, OGI90.19 (Rosetta, ii B. C.).
2 return home, LXX 2 Ma.11.30, 3 Ma.4.11.
3 κ. εἰς τάξιν, = Lat. regredi in ordinem, IG7.2225.42 (Thisbe).
German (Pape)
[Seite 1372] dep. pass, herabkommen, bes. wie κατέρχομαι, aus der Verbannung zurückkehren, Pol. 4, 17, 8 u. öfter.
Russian (Dvoretsky)
καταπορεύομαι: возвращаться, преимущ. из изгнания Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
καταπορεύομαι: ἀποθ., ἐπανέρχομαι ἐκ τῆς ἐξορίας, (ὡς τὸ κατέρχομαι, κάθοδος), καταπορευθέντων τῶν πεφυγαδευμένων, καθόδου τυχόντων, Πολύβ. 4. 17, 8, ὡς καὶ ἐν ἐπιγραφ. Lap. Rosett. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγραφ. 4697. 19.
Greek Monolingual
καταπορεύομαι (Α)
1. επανέρχομαι από την εξορία
2. επιστρέφω στην πατρίδα
3. φρ. «καταπορεύομαι εἰς τάξιν» — επανέρχομαι στην τάξη.