κατέρχομαι
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A fut. κατελεύσομαι Od.1.303, Hdt.5.125, Arr.An.6.12.3 (but in good Att. κάτειμι, as also κατῄειν is always used for the impf.): aor. κατήλῠθον or κατῆλθον, inf. κατελθεῖν; Dor. subj. κατένθῃ Berl.Sitzb.1927.165 (Cyrene); Arc. part. κατενθών, pf. part. κατηνθηκώς, v. καθέρπω ΙΙ: pf. κατελήλυθα SIG675.24 (ii B.C.):—go down, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il.20.125, etc.; τιν' ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν 6.109; go down to the grave, κ. Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε, ib. 284, 7.330; εἰς Ἅιδου E.HF1101, etc.: rarely c. acc., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν; Ar.Fr.149.2 (parod.); from high land to the coast, ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Od.1.303; from country to town, 11.188; down the Nile, εἰς Ἀλεξάνδρειαν PLille3.80(iii B.C.), etc.
2 of things, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης by the descending rock, Od.9.484, 541; of a river, κατέρχεται ὁ Νεῖλος πληθύων comes down in flood, Hdt.2.19; κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Th.4.75.
3 κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Lat. descendere in certamen, S.E.M.7.324.
4 c. acc., come to a place, ὑμέτερον δῶ Od.24.115; ἀφθονία κατελήλυθε τὴν πόλιν Lyd.Mag.3.76.
5 of property, pass to, PRein.42.28 (i/ii A.D.), POxy.1704.5(iii A.D.).
II come back, return, esp. come back from exile, Hdt.4.4, al., A.Ag.1647, Ch.3, Eu.462, S.OC601, Ar.Ra.1165, 1167, Pl.Ap.21a, OGI90.20 (Rosetta, ii B.C.), etc.; φυγὰς κατελθών S.Ant.200; ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν E.IT39: in pass. sense, ὑπ' ὀλιγαρχίας κατελθεῖν to be brought back by... Th.8.68; cf. κάτειμι ΙΙ, καθέρπω ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 1397] (s. ἔρχομαι), 1) herabkommen, herabsteigen; πάντες δ' Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il. 20, 125; ἐξ οὐρανοῦ 6, 109; in die Unterwelt hinabsteigen, Ἄϊδος εἴσω 6, 128, ψυχαὶ δ' ἄϊδόσδε κατῆλθον 7, 330; so Eur. Herc. Fur. 1101; zum Meeresstrande, ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Od. 1, 303, öfter; nach der niedriger liegenden Stadt, 11, 188; von leblosen Dingen, herabkommen, -fallen, κατερχομένης πέτρης 9, 484. 541; von Flüssen, κατέρχεται ὁ Νεῖλος Her. 1, 19; – εἰς ἀγῶνα, in certamen descendere, S. Emp. adv. math. 7, 324. – 2) zurückkommen, bes. von den Verbannten, in die Heimath zurückkehren; ἐς πόλιν Aesch. Spt. 980, vgl. Ch. 3; ἥκω γὰρ εἰς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι Eum. 440; φυγὰς κατελθών Soph. Ant. 200, vgl. O. C. 607; εἴ κως κατέλθοιεν εἰς τὴν ἑαυτῶν Her. 5, 30; häufig bei Thuc., Xen. u. den Rednern, wie Sp. Vgl. κάτειμι.
French (Bailly abrégé)
f. κάτειμι, ao.2 κατῆλθον;
I. descendre ; particul.
1 dans les enfers : Ἄϊδος εἴσω IL, Ἀϊδόσδε IL chez Hadès;
2 de l'intérieur du pays à la côte : ἐπὶ νῆα OD pour s'embarquer;
3 de la campagne à la ville, descendre en ville;
4 fig. en parl. de choses tomber en pente en parl. d'un rocher ; en parl d'un fleuve. s'écouler, etc.
II. revenir, particul. revenir d'exil ; au sens Pass. être ramené d'exil : ὑπό τινος par qqn;
III. c. κατατρέχω fondre sur, attaquer.
Étymologie: κατά, ἔρχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-έρχομαι, ep. inf. them. aor. κατελθέμεν afdalen, omlaag gaan, van pers.:; κ. ἐξ οὐρανοῦ uit de hemel neerdalen Il. 6.109; ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι ik zal naar mijn snelle schip gaan Od. 1.303; aankomen:; ξὺν νηὶ κατήλυθον met mijn schip ben ik aangekomen Od. 1.182; van zaken:. κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος toen de watermassa plotseling omlaag kwam Thuc. 4.75.2. terugkeren, vaak van ballingen:. ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν teruggeroepen worden door de oligarchische regering Thuc. 8.68.3.
Russian (Dvoretsky)
κατέρχομαι:
1 сходить, спускаться (Οὐλύμποιο, ἐξ οὐρανοῦ, πόλινδε, ἐπὶ νῆα, Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε Hom.; εἰς Ἃιδου Eur.; σκότου πύλας Arph.; ἄνωθεν Arst., NT; ἀπὸ τοῦ ὄρους NT): κ. εἰς ἀγῶνα Sext. спускаться на арену, выходить на состязание; ὁ Νεῖλος κατέρχεται πληθύων Her. Нил течет к морю, становясь полноводнее;
2 приходить, прибывать (εἰς Καισάρειαν NT);
3 падать, рушиться: ἐκλύσθη θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης Hom. всколебалось море от рухнувшей скалы;
4 приходить из изгнания, возвращаться (εἰς γῆν τήνδε Aesch.; εἰς πόλιν Aesch., Plut.): φυγὰς κατελθών Soph. вернувшись из изгнания; ὑπό τινος κατελθεῖν Thuc. быть возвращенным кем-л. из изгнания.
English (Autenrieth)
fut. κατελεύσομαι, aor. κατήλυθον, inf. κατελθέμεν: come or go down, come in some definite direction, as from country to town, home, from high sea to harbor, etc.; πέτρη, ‘descending,’ Od. 9.484.
English (Strong)
from κατά and ἔρχομαι (including its alternate); to come (or go) down (literally or figuratively): come (down), depart, descend, go down, land.
English (Thayer)
2nd aorist κατῆλθον, 1st person plural κατηλθαμεν (T Tr WH; on which form see ἀπέρχομαι, at the beginning); (from Homer down); to come down, go down; properly, of one who goes from a higher to a lower locality: followed by εἰς with the accusative of place, T Tr marginal reading); and L T Tr WH in ἀπό with the genitive of place, ἀπό and εἰς, Eustathius (ad Homer) 1408,29 (Odyssey 1,183) κατελθεῖν, οὐ μόνον τό ἁπλῶς κάτω ποῦ ἐλθεῖν, ἀλλά καί τό ἐς λιμένα ἐλθεῖν, ὥσπερ καί καταβῆναι καί καταπλευσαι καί καταχθῆναι καί κατάραι, τό ἐλλιμενισαι λέγεται; also 1956,35 (Odyssey 24,115) κατῆλθον ἤ ἀντί τοῦ ἐνελιμενίσθην, ὡς πολλαχοῦ ἐρρέθη, ἤ ἀντί τοῦ ἁπλῶς ἦλθον; cf. Ebeling, Lex. Homer, under the word): followed by εἰς, L T Tr WH; πρός τινα, James 3:15.
Greek Monolingual
(AM κατέρχομαι)
1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ' Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ.
γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.)
2. μεταβαίνω από την περιφέρεια προς το κέντρο (α. «πολλοί από την επαρχία κατήλθαν στην πρωτεύουσα» β. «Φίλιππος δἐ κατελθὠν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας ἐκήρυσσεν», ΚΔ)
3. έρχομαι από μεσόγειο σε παράλιο τόπο ή από βόρεια σε νοτιότερη χώρα
4. μτφ. (για καλά ή δεινά) παρέχομαι, έρχομαι από τον θεό («οὐ ἔστιν αὕτη ἡ σοφία ἄνωθεν κατερχομένη, ἀλλ' ἐπίγειος», ΚΔ)
5. (για πλοίο) έρχομαι από το πέλαγος στην παραλία, στο λιμάνι
6. κυλώ, χύνομαι, εκβάλλω (α. «ο Δούναβης κατέρχεται στον Εύξεινο» β. «ἐκλύσθη δἐ θάλασσα κατερχόμενης ὑπὸ πέτρης», Ομ. Οδ.)
7. (για εξόριστους, ξενιτεμένους κ.λπ.) επανέρχομαι στην πατρίδα, επαναπατρίζομαι («φυγὰς κατελθών», Σοφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. (για αξία, τιμή πράγματος κ.λπ.) μειώνομαι, εκπίπτω («το δολάριο συνεχώς κατέρχεται»)
2. (για τόπο) έχω κλίση προς τα κάτω, είμαι κατηφορικός
3. (για πυρετό) μειώνομαι, λιγοστεύω
4. κάνω κάτι που μειώνει την υπόληψη ή την αξιοπρέπειά μου
5. καταντώ, ξεπέφτω
μσν.
1. πηγαίνω, αναχωρώ
2. διέρχομαι, περνώ από κάπου
3. ορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
4. αναζητώ, ανατρέχω
5. συγκατανεύω
6. φρ. «κατέρχομαι εἰς νεκρούς» — πεθαίνω.
Greek Monotonic
κατέρχομαι: μέλ. -κατελεύσομαι (άλλα στη λόγια Αττ. κάτειμι)· αόρ. βʹ κατήλῠθον, κατῆλθον, απαρ. κατελθεῖν· αποθ.·
I. 1. κατεβαίνω από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· κατεβαίνω στον τάφο, κ. Ἄϊδος εἴσω, Ἀϊδόσδε, στο ίδ.· επίσης από το εσωτερικό προς τα παράλια, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για πράγματα, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης, από τον κατηφορικό βράχο, στο ίδ.· λέγεται για ποτάμι, κατέρχεται ὁ Νεῖλος πληθύων, κατεβαίνει πλημμυρισμένος, σε Ηρόδ.
II. επιστρέφω, επανέρχομαι, πόλινδε, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως, επιστρέφω από την εξορία, σε Ηρόδ., Αττ.· με Παθ. σημασία, ὑπό τινος κατελθεῖν, να επιστραφεί απ' αυτόν, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κατέρχομαι: μέλλ. κατελεύσομαι (ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. κάτειμι, ὡς καὶ τὸ κατῄειν εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ παρατ.)· ἀόρ. κατήλῠθον ἢ κατῆλθον: ἀπαρ. κατελθεῖν· ἀποθ. καταβαίνω, Λατ. descendere, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Ἰλ. Υ. 125, κτλ.· τιν’ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν Ζ. 109· καταβαίνω εἰς τὸν τάφον, κ. Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε αὐτόθι 284., Η. 330· εἰς Ἅιδου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1101, κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτ., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 2·- ὡσαύτως ἀπὸ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Ὀδ. Α. 303, πρβλ. ἢ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν πόλιν, ἔτι δὲ ἀπὸ τοῦ πελάγους εἰς τὴν παραλίαν ἢ τὸν λιμένα (= κατάγομαι), μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ πόλινδε κ. Ὀδ. Λ. 188 καὶ Ω. 115. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ἐκλύσθη ἡ θάλασσα, ὑπὸ τοῦ κρημνιζομένου, καταφερομένου βράχου, Ὀδ. Ι. 484. 541· ἐπὶ ποταμοῦ, κατέρχεται ὁ Νεῖλος πληθύων, καταβαίνει πλημμυρῶν, Ἡρόδ. 2. 19· κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Θουκ. 4. 75. 3) κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Λατ. descendere ad certamen, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324. ΙΙ. ἰδίως ἐπανέρχομαι ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 4. 4., 5. 30., κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1647, Χο. 3, Εὐμ. 462, Σοφ. Ο. Κ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1165, κἑξ.· φυγὰς κατελθὼν Σοφ. Ἀντ. 200· ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Εὐρ. Ι. Τ. 39· ἐπὶ παθ. σημασ., ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν, ἐπαναφέρομαι ὑπὸ…, Θουκ. 7. 63· ἴδε κάτειμι.
Middle Liddell
fut. κατελεύσομαι [fut. κατελεύσομαι, but in good Attic κάτειμι aor2 κατήλῠθον aor2 κατῆλθον inf. κατελθεῖν
Dep.
I. to go down from a place, c. gen., Il.; to go down to the grave, κ. Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε Il.;—also from high land to the coast, Od.
2. of things, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης by the descending rock, Od.; of a river, κατέρχεται ὁ Νεῖλος πληθύων comes down in flood, Hdt.
II. to come back, return, πόλινδε Od.: esp. to come back from exile, Hdt., Attic; in pass. sense, ὑπό τινος κατελθεῖν to be brought back by him, Thuc.
Chinese
原文音譯:katšrcomai 卡特-誒而何買
詞類次數:動詞(13)
原文字根:向下-來 相當於: (עַד)
字義溯源:下來,下到,下,到,來,靠岸,來自;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἔρχομαι)*=來)組成。這字除了在雅各書用了一次之外,全用在路加的著作(路加福音,使徒行傳)中。說明一個人下來,或下去某一地方,不重在來自何地,而重在下到何地;如:耶穌下到迦百農( 路4:31)。比較: (καταβαίνω)=降下
出現次數:總共(14);路(2);徒(11);雅(1)
譯字彙編:
1) 下(4) 徒8:5; 徒9:32; 徒11:27; 徒15:30;
2) 下來(3) 徒15:1; 徒18:5; 徒21:10;
3) 來的(1) 雅3:15;
4) 他⋯下(1) 徒12:19;
5) 我們就來(1) 徒27:5;
6) 靠岸(1) 徒18:22;
7) 就下(1) 徒13:4;
8) 他下(1) 路4:31;
9) 下來了(1) 路9:37