καταπώς

From LSJ

πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you

Source

Greek Monolingual

επίρρ. έτσι όπως («καταπώς μού τά λες, εσύ έφταιγες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + (ό)πως πώς].